- παρακοίμημα
- τὸ, Α [παρακοιμώμαι]αυτό που παίρνει κανείς στην αγκαλιά του, παραγκάλισμα*2. καθετί το αγαπητό και προσφιλές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακοίμημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)